- ωχρόφαιος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει χρώμα φαιό προς το κίτρινο, σταχτοκίτρινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωχρός + φαιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Απ. Μεγακλή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκοπέλιος — λευκοπέλιος, ον (Α) ωχρόφαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + πελιός «υπομέλας, φαιός»] … Dictionary of Greek